4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

O Ανθρωπος Που Γελά

Εκείνο το βράδυ ο Ανθρωπος Που Γελά νυχτώθηκε στην Ομόνοια. Σ? ένα γραφείο
στον πέμπτο όροφο. Κάτω του, στον τέταρτο, έφευγαν για να νυχτώσουν στα σπίτια τους Ρώσοι
γουναράδες και Ρωσίδες της δουλειάς. Αυτές, ίσως, να νύχτωναν αλλού?
Το γραφείο που είχε στρωθεί ο Ανθρωπος Που Γελά χλόμιαζε, άδειαζε σιγά-σιγά απ?
ανθρώπους. Τα φώτα που κρύωναν κι επέστρεφαν στη μοναξιά τους στο ταβάνι. Απέναντί του
τρία κορίτσια, τα τελευταία που είχαν μείνει, μαζεμένα μπροστά στο κομπιούτερ, έγραφαν
μαζί. H μία έλεγε, η άλλη έγραφε, η τρίτη διόρθωνε - ο Ανθρωπος Που Γελά περίμενε
τηλέφωνο. Το τηλέφωνο δε χτυπούσε. Το ένα απ? τα κορίτσια μασούσε τσίχλα, τη φούσκωσε,
την έσκασε. Ήταν όμορφη.

O Ανθρωπος Που Γελά έψαξε τον αναπτήρα του. Κάτω, στην Αγίου Κωνσταντίνου,
πέρασε ουρλιάζοντας ένα ασθενοφόρο. Το ρέκβιεμ των ασθενοφόρων. Στην πόλη
μας τα ασθενοφόρα αρχίζουν να ουρλιάζουν πιο συχνά μετά το πρώτο βράδυ ?κι
ως, το πρώτο χάραμα! Τότε, ο έχων ώτα ακούει τα ασθενοφόρα. Φαίνεται, είναι
οι ώρες της γλυκιάς κούρασης, όταν κάποιοι πλέον παραιτούνται κι εκδημούν,
όσον και της μεγάλης έντασης, όταν κάποιοι χώνουν το πρόσωπο στον άνεμο και
τρέχουν να τον συναντήσουν.

Το αυτοκίνητό μου ήταν σκαρφαλωμένο στο αριστερό πεζοδρόμιο της Σωκράτους.
Λευκό μέσα στη νύχτα με μαύρο ουρανό (σαν της νύχτας), αγριεμένο απ? τα
φώτα που περνούσαν δίπλα του, αλλά και ήρεμο με τον όγκο του βολικά
καθισμένον πάνω στους τέσσερις τροχούς του, όπως όλα τα «μακρύσασα» Land
Rover, με περίμενε να κατέβω.

Τα κορίτσια έφυγαν κι αυτά. O Ανθρωπος Που Γελά δεν κατέβαινε. Ένα πείσμα
έπαιρνε σιγά-σιγά σχήμα και ο Ανθρωπος Που Γελά ήθελε να το δει στην τελική
του μορφή. Έπαιζε-έπαιζε με τον αναπτήρα, ώσπου, εν τέλει, άναψε τσιγάρο.

***

Στο αυτοκίνητο έλεγε ιστορίες. Όταν ξέφευγαν απ? τις μαζικές διαδρομές κι
έπιαναν τους σημαδεμένους δρόμους ο Ανθρωπος Που Γελά ήταν σίγουρος ότι
μπορούσε να δει μαρμαρωμένους κενταύρους και πέτρινους αντάρτες. Δεν έβλεπε
ποτέ, αλλά το αυτοκίνητο πίστευε τις ιστορίες του ή έκανε πως τις πίστευε.
Όμως με τον καιρό οι ιστορίες χαλάνε! Αμα τις πεις πολλές φορές, οι
ιστορίες χαλάνε. Το αυτοκίνητο έριχνε τα φώτα του στις φυλλωσιές στην άκρη
του δρόμου, τα πέτρινα κολονάκια με το κόκκινο μάτι έφευγαν το ένα πίσω απ?
τ? άλλο ορίζοντας τα όρια του δρόμου και τα σύνορα των λύκων. Βαρύς ο αέρας
της νύχτας στο βουνό και τα «έλατα νυσταγμένα», έφευγαν τα χιλιόμετρα και ο
Ανθρωπος Που Γελά όλο έλεγε πως έβλεπε τα ίχνη αυτών που δεν έβλεπε! Αυτών
που λέει στις ιστορίες του πως είδε και δεν είδε ποτέ. Το αυτοκίνητο
άκουγε, άκουγε και έτρεχε?

Απόψε δεν έχω πού να πάω. Είμαι στην Ομόνοια και στα περάσματα των βουνών,
ό,τι έμεινε απ? το τελευταίο μου πέρασμα είναι μόνο του. O Ανθρωπος Που
Γελά άκουσε ένα ακόμα ασθενοφόρο να περνά. Δυστυχώς σ? αυτό το κείμενο δεν
υπάρχουν φωτογραφίες της Ρένας Τουτουντζή για να περάσει κάπως την ώρα.

***

Όμως μου αρέσει να παίζω τη γάτα με το ποντίκι (όταν είμαι η γάτα). Βγήκα
στο δρόμο και βρήκα το αυτοκίνητο να με περιμένει. Οι πινακίδες στη θέση
τους κι ούτε ίχνος κλήσης σφηνωμένο μεταξύ παρμπρίζ και υαλοκαθαριστήρα.
Παρ? ότι ακόμα Νοέμβρης οι βιτρίνες, κάποιες απ? αυτές, ήδη
χριστουγεννιάτικες! Σε λίγον καιρό οι γιορταστικές βιτρίνες θα φτιάχνονται
απ? τον Οκτώβρη, όπως στην Αμερική ?τι καλά! οι γιορτές, τα Χριστούγεννα θα
κρατούν τρεις μήνες το χρόνο!

O Ανθρωπος Που Γελά έβαλε μπροστά τον κινητήρα και την ίδια στιγμή η μισή
Σωκράτους μπροστά του άρχισε να μουγκρίζει και να σαλεύει! Πανικός! Οι
φύλακες της εφημερίδας απέναντι, οι σεκιουρητάδες, πετάχτηκαν στο δρόμο
έντρομοι! Κατάπληκτοι κοιτούσαν τον Ανθρωπο Που Γελά! Σαν ανόητος αυτός
ξαναγύρισε πίσω το κλειδί της μηχανής σαν να ?ταν το γύρισμα του κλειδιού
που είχε προκαλέσει αυτόν τον πάταγο. O πάταγος στο μεταξύ δυνάμωνε, ο
βρυχηθμός της γης συγκλόνιζε τις πολυκατοικίες, η άσφαλτος έτρεμε! Ώσπου
εσχίσθη! Νερό πετάχθηκε απ? τα έγκατα! Και μαζί του κομμάτια γης κι ένα
γαλάζιο χρώμα απόκοσμο που φώτιζε τα πάντα ένα γύρω. Κι ύστερα, κατά κύματα
έβγαιναν απ? τη γη και πετάγονταν ψηλά για να ξαναπέσουν κάτω και να
γεμίσουν ό,τι έμενε σταθερό, παλιά τυπογραφεία, πουτάνες της περιοχής,
μόρτες, κουτσαβάκια και τυπογράφοι, φοιτητές και συγγραφείς στα πρώτα τους
βήματα, ουζερί, μεζέδες, τραπεζάκια και λαδόκολλες, σακιά με ζάχαρη, φελιά
μπακαλιάροι, παλιές επιγραφές κι ένα καπελάδικο.

O Ανθρωπος Που Γελά κοίταζε έκθαμβος! Γαντζωμένος στο τιμόνι έβλεπε στο
λίγο σταθερό έδαφος που είχε μείνει μπροστά του, να σωριάζονται σωρηδόν όσα
ξέρναγε ο πίδακας του νερού μέσα σ? αυτό το αλαφροΐσκιωτο γαλάζιο φως και
στη συνέχεια να σηκώνονται να τινάζονται και το καθένα να παίρνει τη θέση
του: οι εργάτες να δουλεύουν το τυπογραφείο, οι πουτάνες να βολτάρουν και
ν? ανάβουν τσιγάρο, οι συγγραφείς να σκαλίζουν σημειώσεις βιαστικές στη
λαδόκολλα δίπλα στο ουζάκι τους και οι επιγραφές να σκαρφαλώνουν στη θέση
τους?
- O Μετροπόντικας! O Μετροπόντικας! ούρλιαξαν παραπατώντας δώθε κείθε μες
στο χαλασμό οι φύλακες της εφημερίδας, οι σεκιουρητάδες?
- O Ηριδανός, ψιθύρισε αποσβολωμένος ο Ανθρωπος Που Γελά!

***

H εξήγηση δόθηκε όπως πάντα την άλλη μέρα στις εφημερίδες: O μετροπόντικας
περνούσε κάτω απ? τον Κεραμεικό! (σημ.: Κεραμεικός είναι «ο σπουδαιότερος
χώρος στον κατάλογο συνθέτων μνημείων της παγκόσμιας πολιτιστικής
κληρονομιάς»!)
Επειδή όμως, εκτός από παγκόσμια κληρονομιά, ο Κεραμεικός είναι και
ελληνική κληρονομιά, η εταιρία που φτιάχνει το μετρό διαβεβαίωσε το
ΥΠΕΧΩΔΕ, και το ΥΠΕΧΩΔΕ διαβεβαίωσε το Υπουργείο Πολιτισμού ότι, αν ο
μετροπόντικας περάσει κάτω απ? τον Κεραμεικό ή λίγο παρακεί, τα αρχαία
μνημεία δε θα πειραχθούν! Οι τάφοι των σπουδαίων πολιτών και των πεσμένων
οπλιτών θα μείνουν ατάραχοι! Τα πολυάνδρια ανδρών επιφανών κι ανδρών απλών,
αγνώστων στρατιωτών, ποιητών και φιλοσόφων, ρητόρων, στρατηγών, αγίων και
ηρώων δε θα συληθούν! Δε θα σκυλευτούν. Έτσι διαβεβαίωσε η εταιρία (?«σ?
ευχαριστώ, ω Εταιρία!») το ΥΠΕΧΩΔΕ, και το ΥΠΕΧΩΔΕ το Υπουργείο Πολιτισμού
(των Ελλήνων), και ο μετροπόντικας πέρασε?

Στη χώρα που τρώει το λωτό με το κιλό και (δεν ντρέπεται να) διεκδικεί τα
μάρμαρα του Παρθενώνα ?ας τ? αφήσει εκεί στην ξένη και την ξένη τρυφερή
φροντίδα, πρεσβευτές ενός πνεύματος που εδώ έπεσε χάμω και απέσβετο? σ?
αυτή τη χώρα λοιπόν ο μετροπόντικας θα περάσει μέσα απ? τον Κεραμεικό!

Όπως λοιπόν συνέχισαν να εξηγούν οι εφημερίδες την άλλη μέρα, το βράδυ
εκείνο που πέρασε ο μετροπόντικας απ? τον Κεραμεικό συνέβη ένα μικρό
ατύχημα, όπως εκείνο με το περίπτερο της Πανεπιστημίου που απασχόλησε το
πανελλήνιο ένα μήνα (η διάβαση του Κεραμεικού δεν το έχει απασχολήσει ούτε
μίαν ώρα).
Επειδή λοιπόν στον Κεραμεικό δεν υπάρχει περίπτερο για να βυθιστεί, ανεδύθη
ο Ηριδανός! Ένα μυστήριο ποταμάκι που από κάπου βγαίνει αίφνης και κάπου,
πάλι αίφνης, χάνεται! Θιγμένο ήγουν απ? το μετροπόντικα το ποταμάκι,
οργίστηκε μούγκρισε, έσκαψε τη γης και βγήκε κάπου κοντά στη Σωκράτους
κάνοντάς τη γης μαδιάμ! σαν τον Διακονιάρη στην Πάτρα! (σημ.: στο σημείο
αυτό μπορεί να διακρίνει κανείς έναν επικριτικόν τόνο των εφημερίδων, καθώς
η σύγκριση Ηριδανού και Διακονιάρη, τουλάχιστον ανοίκειος)?

Ότι βεβαίως το λάλων ποτάμι έβγαλε μαζί του τις μνήμες της Αθήνας,
σκουπίδια κι εγκαίρως μαζεύτηκαν! Οι πουτάνες συνελήφθησαν, οι επιγραφές
σβήσθηκαν, οι τυπογράφοι απολύθηκαν, οι μπακαλιάροι τηγανίσθηκαν, η ζάχαρη
σκορπίστηκε στους πέντε ανέμους, οι ουζερόβιοι εστάλησαν για αλκοτέστ και
οι συγγραφείς ξεχάστηκαν! Όλα πάστρα― και σε τρεις ημέρες (κι όχι είκοσι
οχτώ όπως στην Πανεπιστημίου για ένα περίπτερο) ο δρόμος δόθηκε πάλι στην
κυκλοφορία?

***

O Ανθρωπος Που Γελά ισχυρίσθηκε ότι μέσα στην κοσμοχαλασιά είδε και κόκαλα
επιφανών νεκρών.
Δεν μπορεί, έλεγε, εκεί είχε ταφεί ο Θεμιστοκλής κι οπωσδήποτε κάποιο
κόκαλο θα μπορούσε να ?ναι του Αριστείδη του Δίκαιου!
Ή, συμπλήρωνε ειρωνικά, κάποιου απ? τους Δέκα Στρατηγούς που θανατώθηκαν
επειδή άφησαν αμάζευτους κι άταφους τους νεκρούς στρατιώτες τους.

Όμως, τις παλιές ιστορίες ποιος τις ακούει; Αλλωστε, άμα τις πεις πολλές
φορές χαλάνε?

Το αυτοκίνητο συμφώνησε! Έριξε τα φώτα του στις φυλλωσιές και συνέχισε να
τρέχει. Πίσω μου άφηνα τα κολονάκια με τα κόκκινα μάτια και, παρ? ότι ήμουν
στα περάσματα πάνω στα βουνά, σαν να μου εφάνη ότι πίσω μου άκουσα ένα
ασθενοφόρο να ουρλιάζει στην Ομόνοια?

Στην πόλη μας τέτοιες ώρες ο έχων ώτα ακούειν, ακούει τα ασθενοφόρα?

ΣΤΑΘΗΣ Σ.